κατευναστικά

κατευναστικά
κατευναστικός
lulling to sleep
neut nom/voc/acc pl
κατευναστικά̱ , κατευναστικός
lulling to sleep
fem nom/voc/acc dual
κατευναστικά̱ , κατευναστικός
lulling to sleep
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαρβιτουρικά — Συνθετικά παράγωγα της μηλονυλουρίας, με υπνωτικές ιδιότητες. Στον οργανισμό τα β. καταστέλλουν τις λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος και όταν χρησιμοποιούνται σε κατάλληλες δόσεις προκαλούν βαθύ και ήσυχο ύπνο. Μερικά από αυτά έχουν… …   Dictionary of Greek

  • καθησυχαστικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην καθησύχαση, κατευναστικός («καθησυχαστικά νέα»). επίρρ... καθησυχαστικώς και ά με καθησυχαστικό τρόπο, κατευναστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθησύχαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

  • κατευναστικός — ή, ό (AM κατευναστικός, ή, όν) [κατευνάζω] ο ικανός και κατάλληλος στο να κατευνάζει, να καθησυχάζει, καταπραϋντικός, κατασταλτικός («λόγια κατευναστικά») αρχ. (για λόγο ή ποίημα) επιθαλάμιος*. επίρρ... κατευναστικώς και ά καθησυχαστικά,… …   Dictionary of Greek

  • νευροληπτικός — ή, ό φρ. «νευροληπτικά φάρμακα» ή, απλώς, «νευροληπτικά» (ιατρ. φαρμ.) ψυχοτρόπα φάρμακα που χρησιμοποιούνται ως κατευναστικά ή αποανασταλτικά για τη χημική θεραπεία τών ψυχώσεων …   Dictionary of Greek

  • ηρεμιστικά — Ψυχοφάρμακα ή ψυχοτρόπα φάρμακα, δηλαδή φάρμακα που επηρεάζουν τις ψυχικές λειτουργίες και τη συμπεριφορά. Διακρίνoνται δύο κατηγορίες: τα μεγάλης δραστικότητας (φαινοθειαζίνες κλπ.) και τα απλά (βενζοδιαζεπάμη κλπ.). Τα πρώτα έχουν πολλές άλλες… …   Dictionary of Greek

  • κατευναστικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που καταπραΰνει: Παίρνει κατευναστικά φάρμακα για τα νεύρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”